- κηρογραφίᾳ
- κηρογραφίᾱͅ , κηρογραφίαpainting with waxfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρογραφία — Ζωγραφική τεχνική που εφαρμοζόταν κυρίως κατά την αρχαιότητα και οφείλει την ονομασία της στο χρησιμοποιούμενο υλικό (κερί). Ονομαζόταν ακόμα και εγκαυστική ή έγκαυστος. Βλ. λ. εγκαυστική. Νεκρική προσωπογραφία του 1ου προς το 2o αιώνα μ.Χ., το… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek